- ἀφαντασίωτος
- ἀφαντασίωτοςunable to imaginemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφαντασίωτος — ἀφαντασίωτος, ον (Α) [φαντασιούμαι] αυτός που δεν έχει φαντασία, που είναι ανίκανος να φανταστεί κάτι … Dictionary of Greek
ἀφαντασίωτον — ἀφαντασίωτος unable to imagine masc/fem acc sg ἀφαντασίωτος unable to imagine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)